Λάδογα

Λάδογα
η Ладожское озеро

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Λάδογα" в других словарях:

  • λαδόγια διάπλαση — Μία από τις διαπλάσεις στις οποίες ο Σέντερχολμ διαίρεσε τα στρώματα του αρχαϊκού ή αζωικού αιώνα τα οποία παρουσιάζονται στη Σκανδιναβία και στη Φιλανδία. Τα στρώματα της λ.δ. αναπτύσσονται ιδιαίτερα στη βόρεια όχθη της λίμνης Λαδόγα, καθώς και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»